Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αθλητής στίβου

См. также в других словарях:

  • Λιούις, Καρλ — (Carl Lewis, Μπέρμινγχαμ, Αλαμπάμα 1961 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Χιούστον. Το 1983, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου του Ελσίνκι, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Το 1984 έλαβε μέρος στους… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Κεντέρης, Κώστας — (1973 –). Αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα των 200 μ. Το 1990, στο Παγκόσμιο Μαθητικό Πρωτάθλημα αναδείχθηκε πρώτος νικητής στα 400 μ. Το 1993 κατέλαβε την πρώτη θέση στα 400 μ. τόσο στους Μεσογειακούς όσο και στους αγώνες Μπρούνο …   Dictionary of Greek

  • Μπούμπκα, Σεργκέι — (Βοροσίλοφγκραντ, Ουκρανία 1963 –). Ουκρανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης (με τη Σοβιετική Ένωση). Ο χρυσός Ολυμπιονίκης της Σεούλ υπήρξε ένας από τους λίγους αθλητές του στίβου που κυριάρχησε τόσο πολύ στο άθλημά του, το άλμα επί κοντώ,… …   Dictionary of Greek

  • Μπίμον, Μπομπ — (Νέα Υόρκη 1946 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Ο Μ. δεν έμεινε στην ιστορία τόσο λόγω του χρυσού μεταλλίου που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες το 1968, όσο για την επίδοση που συνόδευσε αυτό το μετάλλιο: στις 18 Οκτωβρίου… …   Dictionary of Greek

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • Βίρεν, Λάσε — (Lasse Viren, Φιλανδία1949 –). Φιλανδός αθλητής του στίβου. Κέρδισε τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, δύο στο Μόναχο το 1972 και δύο στο Μόντρεαλ το 1976, στους αγώνες δρόμου αντοχής 5.000 και 10.000 μ. Το 1972, στον αγώνα των 10.000 μ. κατόρθωσε …   Dictionary of Greek

  • Μάντικας, Χρήστος — (Χίος 1902 – Αθήνα 1960). Αθλητής του στίβου. Διακρίθηκε πρώτη φορά στους πανελλήνιους αγώνες του 1928 και ειδικευόταν στους δρόμους μετ’ εμποδίων. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους δρομείς της Ευρώπης όσον… …   Dictionary of Greek

  • δισκοβολία — η αγώνισμα του στίβου στο οποίο ρίχνουν δίσκο φτιαγμένο από μέταλλο ή ξύλο: Είναι αθλητής της δισκοβολίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακροπόδαρος, -η, -ο — και μακροπόδης, α, ικο αυτός που έχει μακριά πόδια: Ήταν μακροπόδαρος και διέπρεψε ως αθλητής του στίβου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»